- μαργωσ(ι)άρης
- α, ικο постоянно зябнущий, мёрзнущий;
είναι πολύ μαργωσ(ι)άρης — он большой мерзляк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι πολύ μαργωσ(ι)άρης — он большой мерзляк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαργωσάρης — άρα, άρικο αυτός που είναι ευπαθής, ευαίσθητος στο κρύο, κρυουλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω (θ. μαργωσ ) + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek